- ὑποπτυχίς
- ὑποπτῠχίς, ίδος, ἡ,A joint,
τοῦ θώρακος Plu.Alex.16
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῦ θώρακος Plu.Alex.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπτυχίς — ίδος, ἡ, Α πτυχή κάτω από κάτι («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῡ θώρακος οὐκ ἐτρώθη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτυχή + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ψηφ ίς)] … Dictionary of Greek
ὑποπτυχίδα — ὑποπτυχίς joint fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)